-
1 παραπεσων
-
2 παραπεσών
παραπίπτωfall beside: aor part act masc nom sg -
3 παρα-πίπτω
παρα-πίπτω (s. πίπτω), daneben hinfallen, ἐγγὺς τῶν τειχῶν τὸ σῶμα παραπεπτωκός, Plut. Lys. 29; – einfallen, sowohl von feindlichen Einfällen, Pol. 2, 53, 6 u. öfter, als zufällig dazukommen, hingelangen, κατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς, Her. 8, 87; εἴ ποϑεν ἀέλπτως παραπέσοι σωτηρία, Eur. Or. 1173; εἰς πόλιν, Pol. 4, 80, 9; ἀνελπίστως παρέπεσεν εἴς τινα σκηνήν, 15, 28, 4, vgl. παραπεσούσης ἐκ Μεταποντίου βοηϑείας εἰς τὴν ἄκραν, 8, 36, 1; ὁπότε καιρὸς παραπέσοι, Xen. Hipparch. 7, 4, wie Plat. ὁπόταν δόξῃ τις παραπεπτωκέναι καιρός, Legg. VIII, 842 a; τῷ παραπεπτωκότι λόγῳ, 832 b, wie τὸν νῦν δὴ παραπεσόντα λόγον λέγω, Phil. 14 c, öfter; auch ϑαυμαστὸν κτῆμα παραπεσεῖν τοῖς Ἕλλησιν, sei ihnen zu Theil geworden, Legg. III, 686 d; καιρὸς παραπίπτει, die Gelegenheit kommt vor, vgl. Dem. 1, 8; Alcidam. sophist. 674, 34; Pol. 1, 75, 9 u. öfter; ὁ παραπεσών = τυ χών, Plut. Galb. 8; – vorbeikommen, überholen, τοὺς διώκοντας, Pol. 11, 15, 2; – danebenfallen, verfehlen, τῆς ὁδοῦ, 3, 54, 5; übertr., τῆς ἀληϑείας, die Wahrheit verfehlen, 12, 7, 2; πολύ τι παρέπεσε τοῠ καϑήκοντος, 8, 13, 8; vgl. noch Xen. Hell. 1, 6, 4, διαϑροούντων ἐν ταῖς πόλεσιν, ὅτι Λακεδαιμόνιοι μέγιστα παραπίπτοιεν ἐν τῷ διαλλάττειν.
-
4 παραπιπτω
(fut. παραπεσοῦμαι, aor. 2 παρέπεσον)1) падать возле2) случаться, оказываться, (случайно) попадаться, встречатьсяκατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς Her. — случайно встретившийся корабль;
ὅπου ἂν παραπίπτῃ Xen. — где бы он ни попался;καιρὸς παραπεπτωκώς Dem. — представившийся (удобный) случай;τῷ παραπεπτωκότι λόγῳ Plat. — о чем зашел разговор;πᾶν τὸ παραπίπτον или παραπεσόν Polyb., Plut. — все, что встречается или встречалось (на пути) (см. тж. παραπεσών);π. κατὰ βοήθειαν Polyb. — неожиданно приходить на помощь3) сталкиваться(οἱ ἰχθύες παραπίπτοντες Arst.)
4) врываться, вторгаться(εἰς τὸ Σαμικόν, εἰς τέν ἄκραν Polyb.)
5) обгонять, опережать(τοὺς διώκοντας Polyb.)
6) отклоняться, уклоняться(τῆς ὁδοῦ, τῆς ἀληθείας Polyb.; παραπεσόντας πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν NT.)
7) ошибаться, заблуждаться(ἔν τινι Xen.)
-
5 παραπίπτω
2 Math., as [voice] Pass. of παραβάλλω, to be applied, Archim.Con.Sph.2.II fall in one's way,κατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς Hdt.8.87
, cf. Lys.27.15 ;ἀκοντίσαι ὅπου ἂν παραπίπτῃ [θηρίον] X.Cyr.1.2.10
;ἀγοράσαι.. χιτωνάριον, μάλιστα μὲν ἐὰν παραπίπτῃ χειριδωτόν PCair.Zen.469.5
(iii B. C.) ; π. κατὰ βοήθειαν come in time to aid, Plb.31.5.2, etc.; ὁπότε καιρὸς παραπέσοι as opportunity offered, X.Eq.Mag.7.4, cf. Th.4.23 ; ; ;ὁ -πίπτων παρὰ τῶν πολλῶν ἔπαινος Epicur.Sent.Vat. 29
; ὁ παραπεσών the first that comes,ἡ παραπίπτουσα ἀεὶ [ἡδονή] Pl.R. 561b
; ὁ παραπεπτωκὼς λόγος that happened to arise, Id.Lg. 832b, cf.Phlb. 14c ; πᾶν τὸ παραπῖπτον or παραπεσόν all that befalls, Plb.3.51.5, 11.4.5 ; κατὰ τὸ -πῖπτον incidentally, Phld.Mort.37.2 c. dat., befall, θαυμαστὸν κτῆμα παραπεσεῖν τοῖς Ἕλλησι fell to their lot, Pl.Lg. 686d ; π. τῇ πόλει νομοθέτης comes to its aid, ib. 709c : in bad sense,ἀσθένειά τινι παραπεπτωκυῖα Phld.Lib.p.49O.
;παραπέπτωκε τῇ πόλει ὥστε ἀνακτᾶσθαι X.Vect.5.8
.IV go astray, err, X.HG1.6.4 ; τοῖς ὅλοις πράγμασιν ἀγνοεῖν καὶ π. Plb.18.36.6 ; π. τῇ διανοίᾳ Vett. Val.73.25.b to be mislaid or lost, of a document, Ostr.Bodl. i62(ii B.C.), POxy.95.34(ii A.D.), etc. ;σανδάλιον παραπεσόν Luc.Philops.27
.2 fall aside or away from, c. gen.,τῆς ὁδοῦ Plb.3.54.5
;τῆς ἀληθείας Id.12.12.2
;τοῦ καθήκοντος Id.8.11.8
;τῆς ἱστορίας Str.1.1.7
: abs., fall away, Ep.Hebr. 6.6.VI Astrol., to be unfavourably situated, Vett.Val.5.5, 27.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπίπτω
См. также в других словарях:
παραπεσών — παραπίπτω fall beside aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)